αγγελόκρουσμα

αγγελόκρουσμα
τό
1) внезапная смертельная болезнь; 2) припадок эпилепсии

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αγγελόκρουσμα" в других словарях:

  • αγγελόκρουσμα — το [αγγελοκρούω] 1. αιφνίδιο θανατηφόρο πλήγμα, που καταφέρεται από τον άγγελο τού θανάτου, ή ασθένεια που προξενεί ακαριαίο θάνατο 2. επιθανάτιος ρόγχος, ψυχορράγημα …   Dictionary of Greek

  • αγγελόκρουσμα — το, ατος και αγγελοκρουσμός, ο η επιθανάτια αγωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγελόσκιασμα — το, ατος το αγγελόκρουσμα, η επιθανάτια αγωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»